Sciengic:

 

ΡΟΔΙ

 

Ο μύθος του Στίλθυμου

(Απόσπασμα από το βιβλίο του Κωσταντή Χουζούρη, ‘Sciengic ο Χορευτής του Ουράνιου Τόξου και το Τιτάνιο Ρόδι του Φαντάσου’)

…Ο Εύκρατος σήκωσε το σχιστό του βλέμμα κι αφού κοίταξε με στωικότητα  προς κάθε κατεύθυνση, τα ακόλουθα είπε:
-Τα μάτια σας τις χάντρες τ’ ουρανού θυμίζουν με τα λαμποκοπήματα τους. Αστείρευτη, αγνή κι ελεύθερη του ακροατηρίου μου η νιότη, χαρά και θέληση μου δίνει να σας πω μια ιστορία για κάποιον που πολύ σας έμοιαζε.
Κάποτε σ’ ένα μακρινό νησί ζούσε ένα ζευγάρι καθόλα φυσιολογικό, εκτός μονάχα ενός. Άνδρας και γυναίκα δεν ήταν πλασμένοι εξ ολοκλήρου από πηλό. Ατσάλινα ήταν τ’ άκρα του άνδρα. Ιδίας φύσης και τα χείλη της γυναίκας. Ένα παιδί γέννησαν που καθώς μεγάλωνε ένιωθε να θεριεύει μέσα του η αγάπη για τη θάλασσα.
Το αγόρι δεν άργησε ν’ αποκαλύψει στους γονείς του τη λαχτάρα του να κολυμπήσει στ’ ανοιχτά νερά. Εκείνοι όμως ανησύχησαν μιας και η φύση του παιδιού γρήγορα θα επέλεγε, κάποιο του σώματός του μέρος ν’ ατσαλώσει. Και τότε έστω και η ιδέα μονάχα αυτής του της επιθυμίας, θα τον βάραινε τόσο που θα βούλιαζε στον πάτο της θάλασσας. Δεν είπαν όμως τίποτα. Είχαν νόμιζαν καιρό ώσπου να ‘ρθει αυτή η ώρα. Είχαν νόμιζαν καιρό μέχρι το αγόρι τους να καταφέρει ότι ποθούσε.
Όταν επιχείρησε για πρώτη φορά να κολυμπήσει όμως κάτι τον παρέσυρε κάτω από το νερό και παραλίγο να τον πνίξει. Ήταν η καρδιά του, ήταν ήδη ατσάλινη. Οι γονείς του φοβήθηκαν, στο βλέμμα του όμως διέκριναν να λαμπυρίζει εντονότερα τ’ όνειρό του.
Από τότε ο πόθος και η συγκατάβαση, τους ανέβαζαν κάθε απόγευμα σ’ ένα βράχο δίπλα στη θάλασσα ώσπου να τους έβρει η νύχτα. Το αγόρι βούταγε υποβασταζόμενο από την αδιάκοπη ενθάρρυνση της μητέρας και από ένα σχοινί ασφαλείας, περασμένο γύρω από τη μέση που κρατούσε ο πατέρας.
Είχε περάσει καιρός, αμέτρητες ήταν οι βουτιές του. Ίσως και να ‘χε καταφέρει να υπερνικήσει το βάρος της καρδιάς του. Ωστόσο, ο άσβεστος πόθος του είχε κάμει ατσάλινο όλο του το θυμικό, όλο του το στήθος.
Ώσπου μία φορά παρέμειναν στο βράχο, παρόλο που εβράδιαζε. Κάτω από τα δάκρυα της σκοτεινής ουράνιας σκέπης, εν τω μέσω του βαριανασαίνοντος Αιόλου και πάνω από την αφρισμένη λύσσα της θάλασσας. Τα σώματά τους βρεγμένα και αλμυρά, ασήμιζαν στις αντανακλάσεις των αστραπών.
Η μητέρα σκυφτή και ανυποχώρητη συνέχιζε να ραίνει το γιο της με δάφνινα λόγια. Αντίθετα, ο πατέρας είχε σταματήσει εδώ και ώρα να μιλά. Μονάχα όταν το αγόρι βούτηξε και για όσο διάστημα δεν άκουγε, ο άνδρας ξέσπασε με εκρηκτική οργή στην τυφλή θάλασσα. Το παιδί ξαναβούτηξε και καθώς ο πατέρας του το ανέβαζε στην επιφάνεια, έφτυσε με μένος τον αδάμαστο Αγέρα. Το αγόρι προσπάθησε πάλι και ο ατσαλόχειρας άνδρας με μια σπαρακτική κραυγή βάρυνε τα ουράνια.
Μία βροντερή φωνή ακούστηκε τότε, μέσα από την οποία ο ίδιος ο  Ουρανός τους ρωτούσε προς τι όλος ο μάταιος τούτος κόπος. Ο πατέρας ανέβασε και πάλι το αγόρι στον βράχο, μιας και δεν μπορούσε να τ’ αφήσει άλλο στα σωθικά της θάλασσας. Δεν αποκρίθηκε όμως, μονάχα τα δόντια έσφιξε. Η μητέρα του όμως δεν μπορούσε να συγκρατήσει τ’ ατσάλινά της χείλη.
«Σκύψε το βλέμμα σου Ουράνιε άρχοντα, σκύψε και δες την ατσάλινη λαχτάρα του παιδιού μας που το θυμικό του έκανε αλύγιστο.
Σήκωσε το βλέμμα Αστροστολισμένε Βασιλιά, σήκωσέ το και δες την πανύψηλη λαχτάρα του που το μπόι σου έχει φτάσει.
Απ’ το σεντούκι των πόθων του επέλεξε να κολυμπήσει στο γαλάζιο σώμα τούτης της άσπλαχνης κυράς. Η καταραμένη επιμονή της να του στερεί ότι περισσότερο λαχτάρησε, εύχομαι να το έκαμε ικανό να δει πως κάθε άλλο το μπορεί».
Ο Ουρανός εκτίμησε την αδιαλλαξία και το περίσσιο θάρρος, στα όρια της ύβρεως, στην καταδίωξη του ονείρου τους. Ήθελε να ζουν κάτω από τη σκεπή του τέτοιες αλύγιστες ψυχές. Για αυτό και αποφάσισε να τους προειδοποιήσει πως ο Αγέρας μετέφερε τα βαριά τους λόγια στην τυφλή Θάλασσα.
Αμέσως τότε τους συμβούλεψε ν’ ανέβουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα, στο υψηλότερο σημείο του νησιού για να σωθούν.
Ο άνδρας σήκωσε την οικογένειά του στ’ ατσάλινά του χέρια κι έτρεξε όσο γρηγορότερα μπορούσε καθώς η θάλασσα αβυσσαλέα ξεσπούσε, καταβροχθίζοντας λαίμαργα τις ακτές. Στο υψηλότερο βουνό του νησιού κατάφεραν κι ανέβηκαν και στάθηκαν σφιχταγκαλιασμένοι στην κορυφή. Αλλά ακόμα και εκεί, χτυπήθηκαν με βία και για δύο μερόνυχτα από τα υγρά μαστίγια της μανιασμένης κυράς.
Όταν αποσύρθηκε και πάλι στην κοιλάδα της, δεν ξαναμίλησαν για εκείνην. Το αγόρι σκέφτηκε αρκετές φορές τα τελευταία λόγια της μητέρας του. Συμφωνούσε με τρόπο που ίσως και η ίδια δεν φανταζόταν. Αρνήθηκε ν’ ανέβει όμως ξανά στον βράχο και όταν η θλίψη των ίδιων των γονιών του κάποτε το ζήτησε, εκείνο τους καθησύχασε με ψίθυρους. Και όταν τα χρόνια πέρασαν και η φύση άνθισε, ο νεαρός Στίλθυμος εργάστηκε πάνω σε υλικό που η θάλασσα μισούσε.
Έτσι κάποιο γαλήνιο απόγευμα ήρθε η ώρα που ο νεαρός φόρεσε το ογκώδες ξύλινο και άκαμπτο γιλέκο που έφτιαξε και βούτηξε στ’ ατάραχα ύδατα. Επέπλεε και κολυμπούσε και τα υγρά χέρια της θάλασσας χάιδευαν αυτό που πριν καιρό είχε ψιθυρίσει στους γονείς του, τα λόγια που είχε χαράξει στη ράχη της ξύλινης επιφάνειας όπου εργάστηκε.
«Ακόμη κι αν δεν είναι δυνατόν να κάνω ευθύς αυτό που ονειρεύομαι, δεν είναι αδύνατο να ξεγελάσω αυτόν που μου το απαγορεύει».
Ο νεαρός Στίλθυμος είχε βρει τον τρόπο να παραπλανήσει τον δυνάστη του. Ο νέος με το ατσάλινο θυμικό είχε καταφέρει να κάμει αυτό που ονειρεύονταν…